κακοψήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κακοψήνω < κακά + -ο- + ψήνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.koˈpsi.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

κακοψήνω (παθητική φωνή: κακοψήνομαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]