καλαναθρεμμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλαναθρεμμένος < καλ- + ἀναθραμμένος (ἀνα- + θρεμμένος), παθητική μετοχή παρακειμένου του ἀνατρέφω

Μετοχή[επεξεργασία]

καλαναθρεμμένος