καματάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

καματάρη

  1. καματάρης, στη γενική του ενικού
  2. καματάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. καματάρης, στην κλητική του ενικού