κανονιστείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κανονιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κανονίζομαι
  2. θα κανονιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κανονίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος κανονίζομαι