κανονιστική οπτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανονιστική οπτική < κανονιστική + οπτική

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

κανονιστική οπτική

  • κάτι που δίνει έμφαση στις κοινωνικές αξίες, την ισότητα και τη δικαιοσύνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]