καταδαπανώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταδαπανώ < κατα- + δαπανώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα[επεξεργασία]
καταδαπανώ
- κάνω υπερβολικές δαπάνες, καταξοδεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταδαπανώ
|