καταδείξει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταδείξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταδεικνύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδεικνύω
  3. θα καταδείξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδεικνύω