καταζητήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταζητήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταζητώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταζητώ
  3. θα καταζητήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταζητώ