καταζητήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταζητήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταζητώ
  2. θα καταζητήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταζητώ