κατακαμπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
κατακαμπής
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) στη μέση ενός κάμπου
- ※ Αγνάντεψα κατακαμπής, αγνάντεψα τον κάμπο, / κι είδα πουλάκια ’πο’ ’ρχονται ’πό πέρ’ από τον Βάλτο. (Δημοτικό τραγούδι «Ο Γυφτάκης», στη συλλογή Arnold Passow, Τραγούδια Ῥωμαίικα, Popularia carmina Graeciae recentioris, 1860, σελ. 52)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατακαμπής
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα κατα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ής (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)