καταλαλήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταλαλήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταλαλώ
  2. θα καταλαλήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταλαλώ