καταμαγεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταμαγεύω < (ελληνιστική κοινήκαταμαγεύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική enchanter)

Ρήμα[επεξεργασία]

καταμαγεύω (παθητική φωνή: καταμαγεύομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]