καταμερίσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
καταμερίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταμερίζω
- θα καταμερίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταμερίζω