καταπέρδω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταπέρδω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
καταπέρδω
- κλάνω μπροστά ή εναντίον κάποιου
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιούνταν σαν χυδαία έκφραση η οποία έδειχνε περιφρόνηση για κάποιον