καταπτοήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταπτοήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος καταπτοώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταπτοώ
  3. θα καταπτοήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταπτοώ