καταρρακώσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

καταρρακώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταρρακώνω
  2. θα καταρρακώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταρρακώνω