καταψύξετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]καταψύξετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταψύχω
- θα καταψύξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταψύχω