κατηγοριοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κατηγοριοποιούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος κατηγοριοποιώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατηγοριοποιούμαι | κατηγοριοποιούμουν | θα κατηγοριοποιούμαι | να κατηγοριοποιούμαι | ||
β' ενικ. | κατηγοριοποιείσαι | κατηγοριοποιούσουν | θα κατηγοριοποιείσαι | να κατηγοριοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | κατηγοριοποιείται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιείται | να κατηγοριοποιείται | ||
α' πληθ. | κατηγοριοποιούμαστε | κατηγοριοποιούμασταν κατηγοριοποιούμαστε |
θα κατηγοριοποιούμαστε | να κατηγοριοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιούσασταν κατηγοριοποιούσαστε |
θα κατηγοριοποιείστε | να κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιείστε | |
γ' πληθ. | κατηγοριοποιούνται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιούνται | να κατηγοριοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκα | θα κατηγοριοποιηθώ | να κατηγοριοποιηθώ | κατηγοριοποιηθεί | ||
β' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκες | θα κατηγοριοποιηθείς | να κατηγοριοποιηθείς | κατηγοριοποιήσου | ||
γ' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκε | θα κατηγοριοποιηθεί | να κατηγοριοποιηθεί | |||
α' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκαμε | θα κατηγοριοποιηθούμε | να κατηγοριοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκατε | θα κατηγοριοποιηθείτε | να κατηγοριοποιηθείτε | κατηγοριοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | κατηγοριοποιήθηκαν κατηγοριοποιηθήκαν(ε) |
θα κατηγοριοποιηθούν(ε) | να κατηγοριοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατηγοριοποιηθεί | είχα κατηγοριοποιηθεί | θα έχω κατηγοριοποιηθεί | να έχω κατηγοριοποιηθεί | κατηγοριοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις κατηγοριοποιηθεί | είχες κατηγοριοποιηθεί | θα έχεις κατηγοριοποιηθεί | να έχεις κατηγοριοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατηγοριοποιηθεί | είχε κατηγοριοποιηθεί | θα έχει κατηγοριοποιηθεί | να έχει κατηγοριοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατηγοριοποιηθεί | είχαμε κατηγοριοποιηθεί | θα έχουμε κατηγοριοποιηθεί | να έχουμε κατηγοριοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατηγοριοποιηθεί | είχατε κατηγοριοποιηθεί | θα έχετε κατηγοριοποιηθεί | να έχετε κατηγοριοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατηγοριοποιηθεί | είχαν κατηγοριοποιηθεί | θα έχουν κατηγοριοποιηθεί | να έχουν κατηγοριοποιηθεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηγοριοποιούμαι
|