κατηχουμένη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατηχουμένη < ελληνιστική κοινή κατηχουμένη, θηλυκό του κατηχούμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατηχουμένη θηλυκό
- (θρησκεία) άλλη μορφή του κατηχούμενη, θηλυκό του κατηχούμενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατηχουμένη
|