κατσιμπούχαιροι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσιμπούχαιροι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατσιμπούχαιροι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (Χρειάζεται να ερευνηθεί αν υπάρχει και στον ενικό)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7.