κινητή περιουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κινητή περιουσία θηλυκό
- (οικονομία) (νομικός όρος) για περιουσία που δεν είναι κτηματική, αλλά αποτελείται από επιμέρους στοιχεία που μπορεί κάποιος να τα μεταφέρει