κοινοβιακώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινοβιακώς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοινοβιακῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε κοινοβιακ(ός) + -ώς.
Επίρρημα[επεξεργασία]
κοινοβιακώς
Πηγές[επεξεργασία]
- λήγουν σε -κοινοβιακώς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)