κονφετί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κονφετί < γαλλική confetti

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κονφετί ουδέτερο άκλιτο