κορτικοειδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορτικοειδή < κορτικοειδές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορτικοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. ορμόνες που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων ή συνθετικά ανάλογά τους
  2. κατηγορία σκευασμάτων που συνήθως περιέχουν κορτιζόνη ή πάντως σνθετικές ορμόνες που μιμούνται τα φυσικά κορτικοειδή

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]