κορτικοειδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορτικοειδή < κορτικοειδές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορτικοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό
- ορμόνες που εκκρίνονται από το φλοιό των επινεφριδίων ή συνθετικά ανάλογά τους
- κατηγορία σκευασμάτων που συνήθως περιέχουν κορτιζόνη ή πάντως σνθετικές ορμόνες που μιμούνται τα φυσικά κορτικοειδή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορτικοειδή