κοτλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοτλέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική côtelé < côte + -elé < λατινική costa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kost-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοτλέ ουδέτερο άκλιτο (εξελληνισμένος πληθυντικός: τα κοτλέδια)
- είδος μαλακού βελούδινου υφάσματος με ρίγες
- (ως επίθετο) για το ρούχο που είναι φτιαγμένο απ' αυτό το ύφασμα
- κοτλέ παντελόνι, κοτλέ σακάκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κοτλέ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)