κουμπαριάσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κουμπαριάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κουμπαριάζω
  2. θα κουμπαριάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κουμπαριάζω