κουπέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουπέ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουπέ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό διαμέρισμα σε βαγόνι σιδηροδρομικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]