κουτσομπολιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουτσομπολιάζω < κουτσομπόλης + -ιάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κουτσομπολιάζω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουτσομπολιάζω | κουτσομπόλιαζα | θα κουτσομπολιάζω | να κουτσομπολιάζω | κουτσομπολιάζοντας | |
β' ενικ. | κουτσομπολιάζεις | κουτσομπόλιαζες | θα κουτσομπολιάζεις | να κουτσομπολιάζεις | κουτσομπόλιαζε | |
γ' ενικ. | κουτσομπολιάζει | κουτσομπόλιαζε | θα κουτσομπολιάζει | να κουτσομπολιάζει | ||
α' πληθ. | κουτσομπολιάζουμε | κουτσομπολιάζαμε | θα κουτσομπολιάζουμε | να κουτσομπολιάζουμε | ||
β' πληθ. | κουτσομπολιάζετε | κουτσομπολιάζατε | θα κουτσομπολιάζετε | να κουτσομπολιάζετε | κουτσομπολιάζετε | |
γ' πληθ. | κουτσομπολιάζουν(ε) | κουτσομπόλιαζαν κουτσομπολιάζαν(ε) |
θα κουτσομπολιάζουν(ε) | να κουτσομπολιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουτσομπόλιασα | θα κουτσομπολιάσω | να κουτσομπολιάσω | κουτσομπολιάσει | ||
β' ενικ. | κουτσομπόλιασες | θα κουτσομπολιάσεις | να κουτσομπολιάσεις | κουτσομπόλιασε | ||
γ' ενικ. | κουτσομπόλιασε | θα κουτσομπολιάσει | να κουτσομπολιάσει | |||
α' πληθ. | κουτσομπολιάσαμε | θα κουτσομπολιάσουμε | να κουτσομπολιάσουμε | |||
β' πληθ. | κουτσομπολιάσατε | θα κουτσομπολιάσετε | να κουτσομπολιάσετε | κουτσομπολιάστε | ||
γ' πληθ. | κουτσομπόλιασαν κουτσομπολιάσαν(ε) |
θα κουτσομπολιάσουν(ε) | να κουτσομπολιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουτσομπολιάσει | είχα κουτσομπολιάσει | θα έχω κουτσομπολιάσει | να έχω κουτσομπολιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουτσομπολιάσει | είχες κουτσομπολιάσει | θα έχεις κουτσομπολιάσει | να έχεις κουτσομπολιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουτσομπολιάσει | είχε κουτσομπολιάσει | θα έχει κουτσομπολιάσει | να έχει κουτσομπολιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουτσομπολιάσει | είχαμε κουτσομπολιάσει | θα έχουμε κουτσομπολιάσει | να έχουμε κουτσομπολιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουτσομπολιάσει | είχατε κουτσομπολιάσει | θα έχετε κουτσομπολιάσει | να έχετε κουτσομπολιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουτσομπολιάσει | είχαν κουτσομπολιάσει | θα έχουν κουτσομπολιάσει | να έχουν κουτσομπολιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουτσομπολιάζω
|