κρητίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρητίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρητίς θηλυκό
- η κιμωλία
- εύθριπτος, λεπτόκοκκος, πορώδης ασβεστόλιθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρητίς
|