κρητίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρητίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρητίς θηλυκό

  1. η κιμωλία
  2. εύθριπτος, λεπτόκοκκος, πορώδης ασβεστόλιθος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]