κρυφοκοιτάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυφοκοιτάζομαι < κρυφοκοιτάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
κρυφοκοιτάζομαι, κρυφοκοιτιέμαι
- ανταλλάσσω βλέμματα με κάποιον άλλο στα γρήγορα, χωρίς οι άλλοι να το αντιληφθούν