κυμινοπρίστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυμινοπρίστης < κύμινον (κύμινο) + πρίω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυμινοπρίστης ουδέτερο

  • κυριολεκτικά αυτός που πριονίζει, κόβει στα δυο, το κύμινο και μεταφορικά άνθρωπος φειδωλός, φιλάργυρος, ξηνταβελόνης, τσιφούτης
    ※  οἱ γὰρ πολλοὶ φιλοχρήματοι μᾶλλον ἢ δοτικοί. καὶ διατείνει δ᾽ ἐπὶ πολύ, καὶ πολυειδές ἐστιν· τούτων δὲ καὶ ὁ κυμινοπρίστης καὶ πᾶς ὁ τοιοῦτος (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια 1121b 28)

Πηγές[επεξεργασία]