κυνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κινάρα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυνάρα θηλυκό

  • θάμνος που καλλιεργείται για την κατανάλωση του ανθού του, η αγκινάρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]