κυνηγήσαμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.niˈʝi.sa.me/
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]κυνηγήσαμε
- α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος κυνηγάω, κυνηγώ