κωφεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

κωφεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κωφεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωφεύω
  3. θα κωφεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωφεύω