κῴδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κῴδιον < υποκοριστικό του κῶας (προβιά, δέρμα ζώου συνήθως ως στρώμα κρεβατιού ή καθίσματος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κῴδιον ουδέτερο
- προβιά, δέρμα ζώου συνήθως ως στρώμα κρεβατιού ή καθίσματος
- ※ ὡς ἐλαπρός, ὥσπερ ψύλλο κατὰ τὸ κῴδιο σαν ελαφρός, σαν τον ψύλλο στην προβιά (Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι, 1180 @books.google )
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδίκελλος
- κώδιξ
- θεωρείται παρετυμολογικά ότι από το κώδιον, το δέρμα του ζώου, πήρε το όνομά του ο κωδίκελλος και ο κώδιξ (βιβλίο γραμμένο σε δέρμα ζώου). Η λατινική ετυμολογία της λέξης codex προέρχεται από την caudex που σημαίνει κορμός δέντρου ή τμήματα ξύλου (που ήταν μέρος του «κώδικα» - βιβλίου)
Πηγές[επεξεργασία]
- κῴδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κῴδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.