λίλιουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λίλιουμ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λίλιουμ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) ο παρθενόκρινος ή κρίνος της Παναγίας(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λίλιουμ
|