λαμπυρίσουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λαμπυρίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λαμπυρίζω
  2. θα λαμπυρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λαμπυρίζω