λασάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λασάρω < λασκάρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

λασάρω

  • (ιδιωματικό) ηρεμώ, καταπαύω, απελευθερώνω
    Χτες το πρωί είχε καιρό, γι' αυτό περιμέναμε μέχρι το μεσημέρι να λασάρει, για να βγούμε στα ανοιχτά με τη βάρκα.
    Αυτές τις μέρες έχει πέσει πολύ δουλειά, δε λασάρω ούτε λεπτό.
  • Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 448.