λειτουργέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός
Ρήμα[επεξεργασία]
λειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)
- τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
- λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
- προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα