λειτουργέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειτουργέω παρασύνθετο του λειτουργός

Ρήμα[επεξεργασία]

λειτουργέω - λειτουργῶ (συνηρημένο)

  1. τελώ δημόσια θρησκευτική λειτουργία
  2. λαμβάνω μέρος σε θρησκευτική λειτουργία
  3. προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου έξοδα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]