λεξάριθμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεξάριθμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεξάριθμος αρσενικό

  • το νούμερο που προκύπτει από το άθροισμα τιμών των χαρακτήρων μιας λέξης, σύμφωνα με πίνακα τιμών για κάθε χαρακτήρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]