λημματογραφήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λημματογραφήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λημματογραφώ
  2. θα λημματογραφήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λημματογραφώ