λησμονήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]λησμονήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λησμονώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λησμονώ
- θα λησμονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λησμονώ