λιβελογραφήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λιβελογραφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λιβελογραφώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λιβελογραφώ
  3. θα λιβελογραφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λιβελογραφώ