λιοτριβιάρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

λιοτριβιάρη

  1. λιοτριβιάρης, στη γενική του ενικού
  2. λιοτριβιάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. λιοτριβιάρης, στην κλητική του ενικού