λυπήσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

λυπήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λυπώ
  2. θα λυπήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λυπώ