λυρική ποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λυρική ποίηση θηλυκό
- (φιλολογία, αρχαία ελληνική γραμματεία) η ποίηση που τραγουδιόταν, είτε από ένα άτομο είτε από ομάδα τραγουδιστών, με συνοδεία λύρας αρχικά και στη συνέχεια με άλλα μουσικά όργανα, όπως ο αυλός, η κιθάρα, η φόρμιγγα, η βάρβιτος κ.ά.
- (γενικότερα) ποίηση που χαρακτηρίζεται από λυρισμό, συνήθως εκφράζοντας προσωπικά συναισθήματα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λυρική ποίηση