λόγιο δάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόγιο δάνειο → δείτε τις λέξεις λόγιος και δάνειο (γλωσσικό δάνειο)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λόγιο δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) γλωσσικό δάνειο από μία γλώσσα (ή διάλεκτο) σε μια άλλη που έγινε από λογίους, επιστήμονες, συγγραφείς κ.ά. και όχι από την άμεση επαφή των ομιλητών των δύο γλωσσών
- ↪ Οι λέξεις «ανθρωπολόγος», «αμπαζούρ» είναι λόγια δάνεια από τα γαλλικά, ενώ οι λέξεις «γκαρσόνι», «βιτρίνα» είναι κανονικά δάνεια (λαϊκά, ακουστικά) από τα γαλλικά.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη γλωσσικό δάνειο και τα είδη του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λόγιο δάνειο