λύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

λύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος λύνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λύνω
  3. θα λύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λύνω