μάνι μάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μάνι μάνι < ιταλική (di) mano (a) mano (από χέρι σε χέρι)

Επίρρημα[επεξεργασία]

μάνι μάνι

  1. πολύ γρήγορα και με μεγάλη βιασύνη
    τελείωνε μάνι μάνι = βιάσου

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]