μέντοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μέντοι < μέν + τοι

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

μέντοι

  1. αντιθετικός σύνδεσμος, εντούτοις, όμως, για να είμαστε σίγουροι,
  2. στα σίγουρα, βεβαίως